- χόλιξ
- χόλιξgutsfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χόλιξ — ικος, ή, και μτγν τ. χόλιξ, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. αἱ χόλικες τα έντερα τού βοδιού («ἤ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῡγος, χολίκων ἐπιθυμών;», Αριστοφ.) 2. (σπαν. στον εν.) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. χολάς, σχηματισμένος με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
χολίκων — χόλιξ guts fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόλικα — χόλιξ guts fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόλικας — χόλιξ guts fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόλικες — χόλιξ guts fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόλικι — χόλιξ guts fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόλικος — χόλιξ guts fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόλιξι — χόλιξ guts fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολίκιον — τὸ, Α [χόλιξ, ικος] υποκορ. τού χόλιξ … Dictionary of Greek
άλιξ — ἄλιξ ( ικος), ο (Α) 1. χόνδρος από ρυζάλευρο 2. ζωμός ψαριού, ψαρόσουπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ρ. ἀλῶ ( έω) «αλέθω». Ο σχηματισμός τού τ. ἄλιξ πιθ. να οφείλεται σε… … Dictionary of Greek